-
1 отнять
-ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -оρ.σ.μ.1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•отнять руку κόβω το χέρι.
4. μτφ. στερώ•двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•
эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.
5. (μαθ.) αφαιρώ•αφαιρέσομε πέντε.εκφρ.отнять от груди – αποθηλάζω•нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).παραλύω, παθαίνω παράλυση•у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.
|| μουδιάζω ακινητώ.